οικειοπραγια

οικειοπραγια
    οἰκειοπραγία
    οἰκειο-πρᾱγία
    ἥ поглощенность личными интересами, занятость (исключительно) личными делами Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οικειοπραγια" в других словарях:

  • οἰκειοπραγία — οἰκειοπραγίᾱ , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem nom/voc/acc dual οἰκειοπραγίᾱ , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειοπραγία — οἰκειοπραγία, ἡ (Α) [οικειοπρανώ] μέριμνα, φροντίδα που επιδεικνύει κάποιος για τα οικεία πράγματα, για τις υποθέσεις που τόν αφορούν …   Dictionary of Greek

  • οἰκειοπραγίᾳ — οἰκειοπραγίαι , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem nom/voc pl οἰκειοπραγίᾱͅ , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοπραγίαν — οἰκειοπραγίᾱν , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»